- στραβωμός
- ο, Ν [στραβώνω]στράβωμα, τύφλωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαβλακωμάρα — η η κατάσταση τού ζαβλακωμένου, η διανοητική και σωματική κατάπτωση που προέρχεται από αρρώστια ή οινοποσία ή διανοητική και ψυχική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζαβλακωμός < ζαβλακώνω (πρβλ. στραβωμός > στραβωμάρα, φαγωμός > φαγωμάρα)] … Dictionary of Greek
στραβωμάρα — και στραβομάρα, η, Ν 1. το να είναι κανείς τυφλός 2. απερισκεψία, εσφαλμένη ενέργεια 3. κακοτυχία, δυσάρεστη περίπτωση 4. (ως κατάρα) στραβωμάρα να πέσεις να τσακιστείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράβωμα + στραβωμός + κατάλ. άρα (πρβλ. φαγωμ άρα)] … Dictionary of Greek